- τριμμένος
- η , ο1) истёртый; измельчённый; 2) потёртый, поношенный; 3) перен. бывалый, опытный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριμμένος — η, ο, Ν βλ. τρίβω … Dictionary of Greek
τριμμένος — η, ο βλ. τρίβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράσο — το / ῥάσον, ΝΜΑ μακρύ, πλατύ μαύρο ένδυμα κληρικών και μοναχών νεοελλ. 1. συνεκδ. ο κλήρος, το σύνολο τών κληρικών και μοναχών 2. παροιμ. «το ράσο δεν κάνει τον παπά» η εξωτερική εμφάνιση ή η επίσημη ανακήρυξη δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην… … Dictionary of Greek
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
απότριπτος — ἀπότριπτος, ον (Α) ο πολύ τριμμένος … Dictionary of Greek
δακτυλότριπτος — δακτυλότριπτος, ον (Α) ο τριμμένος με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + τριπτος < τρίβω] … Dictionary of Greek
επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος … Dictionary of Greek
ημιτριβακός — ἡμιτριβακός, ή, όν (Μ) μισότριβος, μισοτριμμένος, μισολειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τριβακός (< τρίβω) «φθαρμένος, τριμμένος»] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
μεσοτριβής — μεσοτριβής, ές (Α) (για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής, ωμο τριβής] … Dictionary of Greek